κοσμοειδής

κοσμοειδής
-ές (Α κοσμοειδής, -ές)
νεοελλ.
φρ. «κοσμοειδή λέπια»
ζωολ. λέπια χαρακτηριστικά πρωτόγονων ψαριών, που ανήκουν στους δίπνευστους ή στους κροσσοπτερύγιους ιχθύς, οι οποίοι έχουν πλέον εκλείψει εκτός από τον κοιλάκανθο
αρχ.
όμοιος με κόσμο, δηλ. με ουράνια σφαίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cosmoϊde < cosm(ο)- (< κόσμος) + -ide (< εἶδος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοσμοειδῆ — κοσμοειδής like the celestial globe neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κοσμοειδής like the celestial globe masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κοσμοειδής like the celestial globe masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμοειδῶς — κοσμοειδής like the celestial globe adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”