- κοσμοειδής
- -ές (Α κοσμοειδής, -ές)νεοελλ.φρ. «κοσμοειδή λέπια»ζωολ. λέπια χαρακτηριστικά πρωτόγονων ψαριών, που ανήκουν στους δίπνευστους ή στους κροσσοπτερύγιους ιχθύς, οι οποίοι έχουν πλέον εκλείψει εκτός από τον κοιλάκανθοαρχ.όμοιος με κόσμο, δηλ. με ουράνια σφαίρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cosmoϊde < cosm(ο)- (< κόσμος) + -ide (< εἶδος)].
Dictionary of Greek. 2013.